- μεσοδάκτυλος
- μεσο-δάκτυλος, ὁ,A middle phalanx of a finger, Cat.Cod.Astr. 7.238.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοδάκτυλος — μεσοδάκτυλος, ὁ (Α) η μεσαία φάλαγγα ενός δακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δάκτυλος] … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
μεσοδακτύλοις — μεσοδάκτυλον space between two fingers neut dat pl μεσοδάκτυλος middle phalanx masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)